- υπόσφαγμα
- -άγματος, το / ὑπόσφαγμα, ΝΜΑ, και δ. γρφ. ὑπόσφιγμα, -ίγματος, Αιατρ. αιμάτωμα κάτω από τον βολβικό επιπεφυκότααρχ.1. είδος φαγητού από αίμα σφαγμένου ζώου, αναμεμιγμένο με διάφορα άλλα αρτύματα2. το μελάνι τής σουπιάς.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + σφάγμα (< σφάζω)].
Dictionary of Greek. 2013.